καπηλοτριβώ

καπηλοτριβώ
καπηλοτριβῶ, -έω (Α) καπηλεύω, είμαι κάπηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπηλος + -τριβῶ (< -τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδο-τριβώ, χρονο-τριβώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”